ἀτσίλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσίλητος ἐπίθ. ἀτσίλετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀτζίλετος Πόντ. (Χαλδ.) ἀτί’τους Ἴμβρ. ἀτσίλαστος Κρήτ. (Κατσιδ.) ἀτσί’στους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσιλητὸς < τσιλῶ, παρ᾽ὃ καὶ τζιλῶ. Τὸ ἀτσίλαστος ὡς ἐκ ρ. τσιλάζω, τὸ δὲ ἀτσί’στους διὰ τὸν ἐνεστ. τσ᾿λίζου παρὰ τὸ τσιλῶ.

Σημασιολογία

1) Ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν βρεφῶν, ὁ μὴ ρυπανθεὶς δι᾿ ἀποχωρημάτων Ἴμβρ. Κρήτ. (Κατσιδ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Δὲν ἀφίνει ροῦχο ἀτσίλαστο, μός τοῦ τὸ βάλω τὸ τσιλᾷ (μός=μόλις) Κατσιδ. Τὸ μωρὸν ἀτσίλετον ἔν’ Τραπ. 2) Ὁ μὴ τιλήσας, ὁ μὴ ἐκβαλὼν τὴν ἑαυτοῦ κόπρον Μακεδ. Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/