δαυλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαυλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Χαλδ.) Χίος – Λεξ. Δημητρ. δαυλίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βερτίσκ. Καταφύγ. Λαγκαδ.) dαυλίζω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ταυλίζω Πόντ. (Σταυρ.) δαυλίdζω Σύμ. δραυλάου Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλί.

Σημασιολογία

1) Ἀνακινῶ τοὺς δαυλοὺς πρὸς ἀναζωπύρωσιν Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βερτίσκ. Λαγκαδ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) Σάμ. - Λεξ. Δημητρ.: Τὴ δαυλίζου τ᾿ φουτιˬὰ Βερτίσκ. Τοὺ κουντόξυλου εἶνι γιˬὰ νὰ δαυλίζουμι Λαγκαδ. || Γνωμ. Ὅσου δραυλά ι κἀνεὶς τὴ φουτιˬά, τόσου ἀνάβ᾿ (ὅσον περισσότερον παρακινεῖ καὶ ἀνθαρρύνει τις μίαν ἐνέργειαν, καλὴν ἢ κακήν, τόσον τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι περισσότερον ἔντονα) Σάμ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαυλιˬάζω 1. 2) Κυριολ. καὶ μεταφ., καίω ἢ καίγομαι Μακεδ. (Καταφύγ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νὰ κάβγεται καὶ νὰ δαυλίζεται τ᾿ ἀχείλι τζη! (ἀρὰ) Ἀπύρανθ. Δαυλισμένου! (ἀρὰ) Καταφύγ. Συνών. δαυλιάζω 2. 3) Κτυπῶ διὰ δαυλοῦ, ραβδίζω Χίος. Συνών. δαυλιˬάζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/