γυροβόλτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβόλτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροβόλτι τό, ἐνιαχ. γυροβόρτι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ βόλτα.
Σημασιολογία
1) Λευκὸν δαντελωτὸν ὕφασμα περιθέον τὸ κάτω τμῆμα τῆς κλίνης ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γῦρος 3στ, κρεββατόγυρος, μόστρα. 2) Ἐπιρρηματικ., κυκλικῶς, διὰ στροφῆς, οὐχὶ κατ᾿ εὐθεῖαν, πλαγίως ἔνθ᾿ ἀν. : Ἤτανε λασπωμένη ἡ αὐλὴ κ᾿ ἤρταμε γυροβόρτι Κεφαλλ. Μοῦ τὴν ἔφερε τὴ gουβέdα γυροβόρτι (πλαγίως, δι᾿ ὑπαινιγμῶν) αὐτόθ. Ἂν εἶναι μακρὺ τὸ σεdόνι, τὸ φέρνεις γυροβόρτι καὶ κοdένει αὐτόθ. Πβ. γύρο 1, γυροβολιˬὰ 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA