ἀτσίμπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσίμπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσίμπητος ἐπίθ. κοιν. ἀτσίbητος πολλαχ. ἀτσίμπ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀτσίb’τους Σάμ. κ.ἀ. ἀτσίμπιστος ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀτσίμπ’στους Μακεδ. ἀτσίμπιγος πολλαχ. ἀτσίμπιχτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ατσιμπητὸς < τσιμπῶ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ διὰ τῶν ἄκρων δακτύλων πιεσθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Αὐτὸς δὲν ἀφίνει κἀμμιˬὰ ἀτσίμπητη (ἐπὶ ἐρωτικῆς ἀποπείρας). Δὲν ἀφίνει κορίτσι ἀτσίμπητο. ’Σ τὸ χορὸ κἀμμιˬὰ δὲν ἔμεινε ἀτσίμπητη κοιν. 2) Ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς μικρόν τι, ὁ ἀφ’ οὗ δὲν ἀπεσπάσθη ἐλάχιστον μέρος σύνηθ.: Δὲν ἀφίνει ψωμὶ ἀτσίμπητο. Οἱ κόττες μπῆκαν ’ς τὸν κῆπο καὶ δὲν ἄφησαν τίποτ’ ἀτσίμπητο σύνηθ || Φρ. Πιτε͜ιέτι σὰν ἀτσιb’του κάστανου (δηλ. αἰφνιδίως καὶ ἀπροσδοκήτως᾿ ὅπως τὸ ἀτσίμπητο κάστανο ἀπὸ τῆς πυρᾶς) Σάμ. 3) Ἐπὶ τῶν κουκκιῶν, ὁ ἀφ’οὗ δὲν ἀφῃρέθη ὁ ὀφθαλμὸς πολλαχ.: Κουκκιˬὰ ἀτσίμπητα. Συνών. ἀξεμμάτιˬαστος, ἀξεμμάτιστος, ἀξεμύτιστος. 4) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀπεκόπησαν αἱ ἄκραι τῶν Βλαστῶν Σκῦρ.: Ἀμπέ’ ἀτσιμπ’το. Συνών. ἀκορφολόγητος. Β) Μεταφ. 1) Ὁμὴ ἐνοχληθεὶς διὰ λόγου πειρακτικοῦ, ὁ μὴ προσβληθεὶς Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ τρωθεὶς τὴν καρδίαν ἐρωτικῶς Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁμὴ ὑπεξῃρημένος Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA