γυρογιˬαλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρογιˬαλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρογιαλιˬὰ ἡ, Κάσ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρογιˬάλι.

Σημασιολογία

Γυρογιˬάλι, τὸ ὀπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ξημεροβραδυˬάζεται ᾿ς τὴ γυρογιˬαλιˬὰ καὶ δὲ βοηθᾷ τσῆ μάννας του dίπις (= καθόλου) Κρήτ. (Κίσ.) Ἀπῆτις ἤφταξε τὸ παbόρι σὲ μιˬὰ γυρογιˬαλιˬά, ρωτᾷ τὸ κοπέλι, εἶdά ᾿ναι ἡ στεργιˬά, ἀποὺ σιμώσανε, καὶ λέσι dου πὼς ἐπαδά ᾿ναι ἡ Κρήτη (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἄμε φώκιˬο ᾿ς τὰ ᾿ουνά, | κ᾿ ἡ φωδιˬὰ σὲ κυνηᾷ κιˬ ἂ σὲ φτάσῃ ᾿ς τὴ γυρογιˬαλιˬά, | θὰ σοῦ ᾿άλῃ εὐτὺς φωδιˬὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Κάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/