δαυλοκόριτσο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλοκόριτσο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαυλοκόριτσο τό, Δ. Λουκοπ., Βουν. Κατσαντ., 154

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαυλὸς καὶ κορίτσι.

Σημασιολογία

Κόρη ἡ ὁποία δι᾿ ἀσχημίαν ἢ δι᾿ ἄλλα μειονεκτήματα νυμφεύεται μετὰ δυσκολίας: Τὰ δαυλοκόριτσα εἶναι τὰ συναλλάγματα· ὅλο πλερώνουν οἱ καψογονέοι καὶ λυτρωμὸ ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔχουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/