δαυλόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαυλόξυλο τὸ, Κρήτ. - Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 169 - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. δαυλότσυλο Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δαυλὸς καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
Δαυλὶ 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA