ἀποδαγκάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδαγκάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδαγκάνω ἀμάρτ. ἀποδαgάνω Δ.Κρήτ. ἀποδακάνω Κρήτ. ’ποδακ-κάν-νω Κύπρ. ’ποδάκω Πόντ. (Τραπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποδαγκάνω. Πβ. Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 688 (ἔκδ.Wagner σ. 165) «καὶ δίδει σου καὶ ραβδακὲς καὶ σέν’ ἀποδαγκάνει».
Σημασιολογία
1) Δάκνω τὴν γλῶσσάν μου, ὅταν ὁμιλῶ Πόντ. (Τραπ.): Ἐπέδακα τὴ γλῶσσα μ’. 2) Δάκνω τὸ κάτω χεῖλος εἰς ἔνδειξιν ἐντροπῆς, φόβου, μεταμελείας, μίσους κττ. Κρήτ. Κύπρ.: ’Ποὺ τὴν ἀντροπήν του ἐποάκ-κασεν Κύπρ. ᾿Εποδάκ-κασεν τ’ ἔμεινεν ξηχασκιασμένος (κεχηνὼς) αὐτόθ. Ἔφυέν του ὁ λόος τ’ ὕστερα ἐποδάκ-κασεν αὐτόθ. Συνών. ἀποδαγκώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA