ἀποδαρτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδαρτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδαρτίζω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δαρτίζω.
Σημασιολογία
Ἀποπερατῶ τὸ δάρτισμα, τὸ κτύπημα διὰ τοῦ δαρτοξύλου, ἐπὶ τῶν σταχύων πρὸς ἐκκοκκισμὸν ἔνθ’ ἀν.: Κ’ ἔτσι ἀποδαρτίσουμε, πιάνουμε μὲ τὸ τερκούλλι τὸ μεγάλο, πὄχει τὰ τρία διχάλιˬα, καὶ τ᾿ ἀνεμίζουμε γιˬὰ νὰ φύγῃ τ’ ἄχερο (ἰδ. Λαογραφ 10,158).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA