ἀποδάρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδάρωτος
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποδάρωτος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ποδαρωτὸς<ποδαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν κατεσκευάσθησαν ἀκόμη τὰ ποδάρια, ἐπὶ τραπεζῶν κττ.: Τὰ σκαμνιˬὰ ’ποδαρώσετέ τα; -Ὄχι, ἀποδάρωτά ’ν’ ἀκόμα. 2) Ὁ μὴ πατήσας ἀκόμη τοὺς πόδας ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ βαρέως ἀσθενοῦντος καὶ ἐξηπλωμένου ἐπὶ τῆς κλίνης: Μὰ ’ποδάρωσεν ἤ ἀκόμα; -Ἀποδάρωτἠ ’ν’ ἀκόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA