δαφνένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαφνένιˬος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. Ρόδ. κ.ἀ. Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 10 δαφνένιˬους Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ένιˬος.

Σημασιολογία

Ὁ ἐκ δάφνης, ὁ δάφνινος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔβγαλαν λόγου κὶ κατάθισαν οἱ ἀρχὲς ᾿ς τοὺ ἡρῶου ψ᾿λὰ ᾿ς τ᾿ν ἰκκλησιˬὰ τέσσιρα στιφάνιˬα δαφνένιˬα Κουκούλ. || ᾌσμ. Πευκένιˬου εἶν᾿ d᾿ ἀλέτρισ σου, δαφνέν-νιος ὁ ζυός του, τὰ πανωζεύγκιˬα τοῦ ζυοῦ βασιλικοῦ κλωνάριˬα Ρόδ. Πρινένιˬο εἶν᾿ τ᾿ ἀλέτρι μου, δαφνένιˬος ὁ ζυγός μου, ὡς καὶ τὸ βουκεντράκι μου βασιλικοῦ κλωνάρι Πελοπν. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλάγ. πολλαχ. Συνών. δαφνήσιˬος, δάφνινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/