δάφνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάφνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δάφνη ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) δάφ᾿ βόρ. ἰδιώμ. δάφι᾿ Ἁλόνν. Ἴμβρ. Λέσβ. Σάμ. Τῆν. γάφνη Κάρπ. (Ἔλυμπ.) δάχνη Ρόδ. (Ἅγιος Ἰσίδ. κ.ἀ.) δάβνη Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Φιγάλ.) Ρόδ. δάμνη Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Κυπρ. δάν-νη Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωριὸ Ροχούδ.) dάν-νη Ἀπουλ. (Στερνατ. Τσολλῖν.) γάμνη Κύπρ. dάφνη Ἀπουλ. (Καλημ. Τσολλῖν κ.ἀ.) dάφλη Καλαβρ. (Μπόβ.) dάφρη Καλαβρ. (Μπόβ.) δάφtνη Καρ. (Γέροντ.) dάφινη Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Τσολλῖν.) τάφινη Ἀπουλ. (Καστριν. Κοριλ.) δάφνα Πελοπν. (Μάν. Οἰν. ) Πόντ. (Ἰνέπ.) δάφν Πόντ. (Χαλδ.) δάφρη Καλαβρ. (Μπόβ.) δάφη Πελοπν. (Ναύπλ.) δέφνε Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) τέφνε Καππ. (Φάρασ.) δάφνον τό, Πόντ. (Χαλδ.) δάν-νο τό, Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάφνη. Ὁ τύπ. δάβνη καὶ εἰς Ζήν., Πρᾶξ. Β΄, στ. 237 (ἔκδ. Κ. Σάθα, 39) «ἐλπίδα εἶχα ὡς κ᾿ ἐγὼ τῆς δάβνης τὸ στεφάνι». Οἱ τύπ. dάφινη, τάφινη δι᾿ ἀναπτύξεως συνοδίτου φθόγγου.

Σημασιολογία

1) Τὸ δένδρον Δάφνη ἡ εὐγενὴς ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος (Laurus nobilis Apollinis) τῆς οἰκογ. τῶν Δαφνιδῶν (Lauraceae) κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) : Βάλε δυˬὸ φύλλα δάφνης ᾿ς τὶς φακές. Στιφάδο χωρὶς δάφνη δὲ γίνεται. Τοῦ κάμαν ἕνα στεφάνι ἀπὸ δάφνη κοιν. Τοὺ βάγιˬου ποὺ λέν᾿ οἱ Μακιδόνις, ἰμεἱς τοὺ λέμι δάφν᾿ Μακεδ. (Σταυρ.) Ἡ δάφνη εἶναι καταραμένη ἀπὸ τὸ Χριστὸ, γιˬατὶ ἐδιˬάβηκε ᾿ς τὸ δάσος κ᾿ ἐκρύβηκε κ᾿ ἐφρυγάνισε ἡ δάφνη καὶ τὸν ἐπρόδωσε Κέρκ. (Κασσιόπ.) Παίν᾿ν νὰ μάσ᾿ν δάφνις οἱ νιˬούφις ἀποὺ χρόν᾿ κὶ κάτ᾿, γιˬὰ τὴν Κυργιˬακὴ τοῦν Βαγιˬῶν (οἱ νιˬούφις ἀποὺ χρόν᾿ κὶ κάτ᾿ = αἱ νεόνυμφοι ποὺ δὲν ἐσυμπλήρωσαν ἔτος ἀπὸ τοῦ γάμου) Ἤπ. (Δωδών.) Ὅταν ἔφταναν ᾿ς τὴν ἐκκλησία, ξεζαλώνοdαν τὴ δάφνη καὶ στήνανε χορό, τὸ χορὸ τῆς δάφνης Ἤπ. (Μαργαρ.) Τὴν Κυργιˬακὴ τοῦν Βαγιˬῶν ἡ ἐκκλησία εἰν᾿ στουλισμέ᾿ μὶ δάφ᾿ Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἡ δάν-νη ἔχει τὰ φύḍ-ḍα μακρυḍ-ḍάκιˬα, ἔχουσι χιˬάουρο καλόνε (μακρυḍ-ḍάκια = μακρουλάκια, χιˬάουρο = μυρωδιὰ) Χωρίο Ροχούδ. Ἑ dάφνη ἔμ μερωdία (ἡ δάφνη εἶναι μυρωδικὸ) Καλημ. Βάḍ-ḍομε τ᾿ ἅλα, λουμία ᾿ς τὲς ἀλαὶ καὶ dάφινη γιˬὰ μερωdία, νὰ γενοῦ καλὲ Τσολλῖν. Ὁ κόκ-κο τῆ dάφινη (ὁ κόκκος τῆς δάφνης) Καλημ. Βάλι κὶ λί᾿ δάφ᾿ ᾿ς τοὺ φαΐ σ᾿, μαρή! Βιθυν. (Πιστικοχ.) Μὴν ἔχ᾿ς νὰ μ᾿ δώ᾿ς κἄνα δυˬὸ φύλλα δάφ᾿ ξιρά, νὰ τὰ βάλου᾿ς τοὺ στιφάδου; Ἤπ. (Κουκούλ.) Νὰ μὶ δώκ᾿ς δγυˬὸ φύλλα δάφ᾿, νὰ ρίξου ᾿ς τοὺ σουφλάδου! Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μέσα ρίν᾿με κὶ ψίχα δάφ᾿ γιˬὰ μυρουδγιˬὰ κὶ τρίβουμι πουλλὰ κρομμύδγιˬα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Τὴ dάν-νη ᾿ὴμ βάḍ-ḍομε ᾿ς τ᾿ ἀσκάdιˬα (τὴ δάφνη τη βάλλομε στὰ ξηρὰ σῦκα, γιὰ νὰ μυρίσουν) Στερνατ. Νὰ κό᾿ς ἕνα σταβάρ᾿ ἀποὺ δάφ᾿, γιˬὰ νά ᾿νι ἀλαφρὸ (σταβάρ᾿= μέρος τοῦ ἀρότρου, ὁ ἱστοβοεύς) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Αὐτὸς οὑ λοῦρους εἴν᾿ ἀποὺ δάφν᾿ (λοῦρους= μακρὺ ξύλον διὰ τὸ τίναγμα ἀμυγδάλων ἢ ἐλαιῶν) αὐτόθ. Κάναμαν δάφνη καὶ τὴ δίναμαν (ἐνν. συγκεντρώναμε τὰ φύλλα της καὶ τὰ ἐπωλούσαμεν) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Σκό᾿ ἀπ᾿ τὰ φύλλα τ᾿ς δάφν᾿ς σταματᾶν τοὺ αἶμα ποὺ τρέ᾿ ἀπ᾿ τὴ μύτ᾿ Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Γιˬὰ νὰ καθαρίσῃ ἡ bουγάδα, βάλλομε μέσα λεμονόφ᾿λλα, σ᾿καμ᾿νόφ᾿λλα, μουρόφ᾿λλα καὶ δάφ᾿, γιˬὰ νὰ μυρίσουν Ψαρ. ᾿Σ τὸ καζ-ζάνι χόχλαζε τὸ νερὸ τσαὶ τὸ ρίχτασι ᾿ς τὸ gοφινᾶ, ὅπου ἦτα τὰ ροῦχα τσαὶ ἑ δάφνη τσαὶ ἑ στάχτη Μεγίστ. || ᾌσμ. Ψιλή, γλινή μου τσύπερη, δάφνη μου φουντωμένη, ἡν νιˬότη μου ᾿ς τὰ σέρτζα σου εἶναιμ bαραδομένη Ἀστυπ. Ἰκεῖ ᾿νι οἱ δάφνις οἱ πουλλὲς κ᾿ οἱ πουλλὲς τρ᾿ανταφυλλιˬὲς Μακεδ. (Δαμασκην.) Δάφνη μου, ὄμορφο δεντρί, πού ᾿σαι στήγ γειτονιάμ μου Κῶς. Ἁποὺ ᾿ν τ᾿ ἀλέdρι dου μηλιˬὰ καὶ ὁ ζυγὸς του δάφνη κ᾿ εἰν᾿ gαὶ τὸ βουκεdράκι dου βασιλικοῦ κλωνάρι Κρήτ. Βάλ-λω τὴδ δάμνην ἄλετρον, τὴν ἀρκολιˬὰν ποάριν, εἶχα τὰ ζευλορράμ-ματα χρουσᾶ, μαλαματένιˬα Κύπρ. Ἂν εἶν᾿ d᾿ ἀλέτρισ σου μηλιˬά, νά ᾿ν᾿ ὁ ζ-ζυός σου δάβνη, νά ᾿ναιν dὸ διτσεντράτσισ σου τριανταφυλλιˬᾶς κλωνάρι Ρόδ. Νὰ φέρῃ δάμνην ταὶ ν-νερόν,| νὰ ᾿ρτῃ νὰ λούσῃ τὸ μωρὸν Κύπρ. Ἔπλυνεν τ᾿ ἐξέπλυνεν | ταὶ πά᾿ ᾿ς τὲς γάμνες τ᾿ ἄπλωσεν (ἐξ ἐπῳδ.) αὐτόθ. Ὦ ποταμὲ τριπέρατε, δάφνη κοσκινισμένη! Νίσυρ. || Ποίημ. Κε͜ιὲς τὲς δάφνες, ποὺ ἐσκορπίστε | τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ Δ. Σολωμ., 28. Συνών. βαγιˬὰ 2 (βλ. βαγεˬὰ 2). 2) Τὸ φυτὸν Νήριον ἡ ροδοδάφνη (Nerium oleander) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀποκυναδῶν (Apocynaceae), κοινῶς πικροδάφνη, πολλαχ.: ᾌσμ. Ὅλες οἱ δάφνες, δάφνες κιˬ ὅλες οἱ μαυρομάτες, ὅλες φιλὶ μοῦ δῶσαν κιˬ ὅλες μὲ βαλαντῶσαν Πελοπν. (Τριφυλ.) Γιˬὰ δὲ μοῦ λὲς γιˬὰ νὰ σφαγῶ, τὰ Γρεβενὰ νὰ πάρω, νὰ πιˬῶ τῆς δάφνης τὸ νερό, τῆς πικρουλιˬᾶς τὰ φύλλα Θεσσ. (Καρδίτσ.) Ἐσύ ᾿σαι δάφνη καὶ λυγιˬὰ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ σημ. ἤδη Ἑλληνιστ. Συνών. λέαντρος, πικροδάφνη. 3) Μεταφ., ἡ ἐρωμένη Χίος. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. γυν. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δάφνη πολλαχ. Νταφνὴ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Δάφιgη Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Δάφνω Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ.) - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 3,33 Δάφνου Μακεδ. (Γρεβεν. Δρυμ. Κατάκαλ.) Δαφνιˬὼ τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Σάμ. - Λεξ. Βλαστ. 408 καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δάφνη πολλαχ. Δάφνα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Δάφνες Ἄνδρ. Ἰθάκ. Πάρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Σάμ. Σαμοθρ. Μεγάλη Δάφνη Σκῦρ. Χοντρὴ Δάφνη Εὔβ. (Πλατανιστ.) ᾿Σ τῆς Δάφνης τὸ ρέμα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Δάβνη Εὔβ. (Πασᾶ) Κύπρ. Πελοπν. (Μανιάκ.) Δάβνες Πελοπν. (Παιδεμέν.) Δάμνη Πέλοπν. (Τριφυλ.) Δάμνα Πέλοπν. (Τριφυλ.) Δάμνες Εὔβ. (Ὄρ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ. Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/