ἀτσοπάνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσοπάνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσοπάνευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτσουπάνιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσοπανευτὸς < τσοπανεύω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ βοσκημάτων, ὃ μὴ ποιμαινόμενος, ὁ μὴ ὑπὸ ποιμένος ἐπιτηρούμενος Ἀτσουπάνιφτα πρόβατα πάν χαηˬμένα. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀνεπιτήρητος, ἀχειραγώγητος, χειράφετος Γ’ναῖκις ἀτσουπάνιφτις. Πιδιˬὰ ἀτσουπάνιφτα τί θές νὰ σ᾽ κάν’νι;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA