ἀποδαύλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδαύλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδαύλι τό, ἀποδαύλιν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἀποδαύλι Ἤπ. Κάρπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Φιλότ.) κ.ἀ ἀποαύλι Κάρπ. ἀποδαύλ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿ποδαύλι Θρᾴκ. Ρόδ. ᾿ποζαύλιν Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,98 ἀπόδαυλο Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων. Μάν. Τριφυλ.) Σκόπ.-Γ’Επαχτιτ ἐν Προπυλ. 1,243 ἀπόδαυλου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ (Λεπεν.) ’πόδαυλο Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. δαυλί.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑπόλειμμα δαυλοῦ καέντος ἐν μέρει ἢ κατὰ τὸ πλεῖστον ἔνθ’ ἀν.: Πάαινε νὰ πάρῃς τ᾿ ἀποδαύλιˬα ἀπὸ τὸ καμίνι Φιλότ. Δὲν εἶναι παρὰ λίγα ἀπόδαυλα ποῦ τὰ βαστάω με το στανιˬὸ μη σβησουν καὶ ξεπαγιˬάσω Γ’ Επαχτίτ. ἔνθ. ἀν. || Φρ. Ἅψιμον ’ς σὸ στόμα σου καὶ μέγαν ἀποδαύλιν! (ἀρὰ) Οἰν. || Ποίημ. Μ’ ἁντὰν νὰ πάω ἔσ-σω μου ταὶ νά ᾿νι ’ς τὰ καλά της ταὶ νὰ μοῦ κοντοσωρευτῇ, νὰ μοῦ γλυκοσυντύῃ, ξηχάν-νω τὸν παππᾶ Γεˬωρκὶν ταὶ τὴν παππαδωσύνην ταὶ ’ποὺ ’ποζαύλιν τσαὶ σταχτὸς γινίσκουμαι καμίνιν (συζυγικαὶ τρυφερότητες) ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποκάμι, ἀποκαούδι. β) Μεταφ. ἄνθρωπος ἄχρηστος Ἤπ. 2) Πληθ. ἀποδαύλ, τὸ μέρος τῆς ἑστίας. ἔνθα ἀποτίθενται τὰ καμένα ξύλα, τὸ ὁποῖον δὲν θεωρεῖται τιμητικὸν ἐν ἁντιθέσει πρὸς τὴν κεφαλὴν τῆς ἑστίας, τὸ ἀπανωδράνι , ὅπου κάθηνται οἱ γέροντες καὶ οἱ φιλοξενούμενοι Πόντ. (Κερασ.): Παροιμ. Ἡ κακέσσα ἠ νύφε τὴν πεθερὰν ’ς σ’ ἀποδαύλ καθίζει (ἐπὶ κακῆς νύμφης κακομεταχειριζομένης τὴν πενθεράν). Συνών. ἀποδαυλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/