ἀποδαυλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδαυλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδαυλιˬάζω Χίος ἀποδαυλιˬάζου Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δαυλιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ἀπόδαυλος, ἀποξηραίνομαι, ἀποσκληρύνομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἄν δὲ σκάψῃς ’ς τὸν καιρὸ τ’ ἀμπέλι, ἀποδαυλιˬάζει Χίος Συνών. ἀποξυλιˬάζω, δαυλιˬάζω. 2) Μεταφ. μένω ἄναυδος, ἐνεὸς Χίος: Ἀποδαύλιˬασες, βρέ, καὶ δὲν μοῦ μιλᾷς; Ἅμαν εἴδενε τὸν χωροφύλακα, ἀποδαύλιˬασενε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA