ἀποδαυλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδαυλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδαυλίζω Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δαυλίζω.

Σημασιολογία

1) Ἀποσύρω ἀπὸ τῆς ἑστίας τὰ ἀποδαύλια Πόντ. (Κερασ.) 2) Τινάσσω, κινῶ τὸν δαυλόν, ὅπως διακρίνω τι ἐν τῷ σκότει Πελοπν (Λακων.) 3) Ἀπροσώπ. ἐκπέμπει ἀμυδρὰν τινα λάμψιν Πελοπν. (Λακων.): Εἶδα κιˬ ἀποδαύλισε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/