δαφνοελιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοελιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαφνοελιˬὰ ἡ, Ἀγαθον. Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Φοῦρν. – Π. Γεννάδ., Λεξ. φυτολογ., 241 - Λεξ. Δημητρ. δαφνοελία Τσακων. δαφνολαία Μέγαρ. δαμνολαία Μέγαρ. δαφνολιˬὰ Κάλυμν. Κρήτ. (Ἀνατολ. Ἀχεντρ. Βιάνν.) Μακεδ. (Παρθεν.) Νάξ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Σίφν. Χίος - Λεξ. Δημητρ. δαφνουλιˬὰ Νίσυρ. Σάμ. δαφνολgιˬὰ Ρόδ. δαφλονιˬὰ Ἰων. (Κρήν.) δαμνολιˬὰ Κύπρ. δαφνολὰ Κάρπ. Κάσ. γαφνολὰ Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ ἐλιˬά.
Σημασιολογία
1) Ποικιλία ἐλαίας τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς ἔχει τὸ μέγεθος καὶ τὸ σχῆμα τοῦ καρποῦ τῆς δάφνης Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Ἀχεντρ. Βιάνν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Παρθεν.) Νίσυρ. Ρόδ. Σάμ. Χίος κ.ἀ. β) Ὁ καρπὸς τῆς δαφνοελιˬᾶς Νάξ. Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. Σίφν. Χίος : Τέτο͜ιες ἐλιˬὲς εἴχαμε, χαμοελιˬές, μαῦρες ἐλιˬές, δὲν εἴχαμε δαφνοελιˬὲς Μαρμαρ. 2) Ὁ καρπὸς τοῦ δένδρου Δάφνη ἡ εὐγενὴς ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος (Laurus nobilis Apollinis) Μέγαρ. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Τσακων. - Π. Γενναδ., ἔνθ᾿ ἀν. – Λεξ. Δημητρ. Συνών. δαφνοκούκκι, δαφνοκούκκουδο, δαφνοκούκκουτσο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA