δαφνοκερασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοκερασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαφνοκερασιˬὰ ἡ, Ε. Κούσ., Φυτολογ. 2,81- Λεξ. Βυζ. Βλαστ., 471 δαφνοκερασὰ Α. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ κερασιˬά.
Σημασιολογία
1) Κέρασος ὁ δαφνοκέρασος (Cerasus Laurocerasus) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae), θάμνος ἀειθαλής, κοσμητικὸς καὶ φαρμακευτικὸς Ε. Κούσ., ἔνθ᾿ ἀν. -Λεξ. Βυζ. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Εἶδος κερασέας τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς ἔχει τὸ μέγεθος τοῦ καρποῦ τῆς δάφνης Α. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA