ἀπόδειξι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδειξι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόδειξι ἡ, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόδειξις.

Σημασιολογία

1) Τὸ δι᾿ οὗ ἀποδεικνύει τίς τι, τεκμήριον λόγ. σύνηθ.: Ἀπόδειξι ὅτι δὲ λέω ψέματα. 2) Χρεωστικὴ ἀπόδειξις λόγ. σύνήθ.: Φέρ’ τὴν ἀπόδειξι νὰ σὲ πληρώσω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/