δαφνοκουκκουτσάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοκουκκουτσάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνοκουκκουτσάκι τό, Κρήτ. (Περιβ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ δαφνοκούκκουτσο, τὸ ὁπ. βλ.
Σημασιολογία
Μικρὸ δαφνοκούκκι: Ἥλιˬε μου, δῶσε μου ἕνα παιδάκι, ἂς εἶναι καὶ δαφνοκουκκουτσάκι! (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA