δαφνὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαφνὸς ἐπίθ. Κάρπ. Μύκ. Ρόδ. δαχνὸς Ρόδ. δαμνὸς Κύπρ. γαφνὸς Κάρπ. ᾿αφνὸς Κάρπ. δάφνος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θηλ. δαφνιˬὰ Κρήτ. Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24 (1912), 9, 301.

Σημασιολογία

Α) 1) Ἐπὶ αἰγοπροβάτων, τὸ φέρον ἐπὶ τοῦ τριχώματος λωρίδας ἢ στίγματα δαφνόχροα Κάρπ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Φιλότ.) Ρόδ.: Δαχνὸς τράγος. Δαχνὴ κατσίκα Ρόδ. Συνών. δαφνᾶτος, δαφνόμουργος, δαφνόμυρτος. 2) Ὁ ἔχων τὴν πικρότητα φύλλων δάφνης, ὁ πικρὸς Κύπρ.: Τὸ ἀγγούριν τοῦτον ἔμ-πολ-λὰ δαμνὸν (= πικρόν). 3) Ὁ νουνεχὴς Κύπρ.: Ἔμ-πολ-λὰ δαμνὸς ἄνθρωπος. Β) Ὡς οὐσ. 1) Ὄνομα ἵππου ἔχοντος τρίχωμα δαφνόχρουν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) : ᾎσμ. ᾿Σ τὸ δρόμου, ὅπου πηγαίναμε, ᾿ς τὸ δρόμου ὄπου πᾶμε, ὅλ᾿ ἔδεσαν τὶς δάφνοι τους σὲ πράσινο λιβάδι κ᾿ ἐγώ ᾿δεσα τὸ δάφνο μου σὲ μιˬ ᾶς σγουρῆς λημέρι 2) Ὁ καρπὸς τῆς δάφνης χρησιμοποιούμενος ὡς λαχνὸς Θρᾴκ. (Σωζόπ.): ᾎσμ. Βρίσκουν ἕνα πηγάδι τῶν χιλιˬῶν ὀργυιˬῶν, παίρνουν δάφνο καί ρίχνουν, πο͜ιὸς θὰ κατεβῇ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/