ἆττο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἆττο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἆττο τό, ἀμάρτ. νᾶττο Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. atto. Πβ. GMeyer Neugr. Stud. 4, 64 καὶ ΣΞανθουδ. Ἐρωτόκρ. 623.
Σημασιολογία
Νεῦμα, χειρονομία: Κάνω νᾶττο. || ᾎσμ. Καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ ᾽λεγε, δὲν εἶδα ᾿γὼ κοράσιˬο, μὰ μὲ τὸ νᾶττο τοῦ ’δειχνε, ᾿ς τὸ μάρμαρο ἀποκάτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA