δαφνοστολισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνοστολισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαφνοστολισμένος ἐπίθ. Κυκλ. κ.ἀ. – Α. Προβελ., Ποιήμ. 1, 245 Διπλῆ ζωή, 87.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη καὶ στολισμένος, μετοχ. τοῦ ρ. στολίζω.

Σημασιολογία

Ὁ στολισμένος μὲ δάφνας ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Νανὰ τὸ βασιλόπουλο τὸ δαφνοστολισμένο (βαυκάλ.) Κυκλ. || Ποίημ. Μποροῦσαν ὡραιότερα καὶ πλέον ζηλεμένα νὰ κλείσουνε τὰ χρόνιˬα σου τὰ δαφνοστολισμένα Α. Προβελ., Ποιήμ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/