ἄτυχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτυχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄτυχα ἐπίρρ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) Χίος κ.ἀ ἄτ’χα Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανουπ. Αἶν) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνάτυχα Ἤπ.- (Παναθήν. 21, 73).-Λεξ. Αἰν

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτυχος.

Σημασιολογία

1) Οὐχὶ κατὰ τρόπον καλόν, κακῶς Ἤπ. Χίος: Ἄτυχα τό ᾿καμε τσαὶ γιˬὰ ἐτοῦτο ᾿ὲν ἐπῆγε καλὰ τὸ πρᾶμα Χίος Πήγαινε ὁ πόνος τῆς ἀγάπης της ἀνάτυχα καὶ ἀνάκερδα Ἤπ. 2) Οὐχὶ ἐπιτυχῶς, ἀσκόπως, ἐπὶ σκοπεύσεως (Παναθήν. ἔνὓ’ ἀν.): Τὸ δικό μου τὸ βόλι ἀνάτυχα δὲν πέφτει. 3) Δυσαρεστως, ἀηδῶς Ἤπ. Θεσσ (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Αἰν.: Ἄτ’χα μυρίζ’ Ἀδριανούπ. Αἶν. || Φρ. Μοῦ ἔρχεται ἄτυχα (ἔχω τάσιν πρὸς ἐμετόν, ναυτιῶ, οἶον: δὲ θέλω καφέ, γιˬατὶ μοῦ ᾿ρχεται ἄτυχα, ἔφαγα τὸ φαεῖ καὶ μοῦ ’ρθε ἄτυχα κττ.) Συκεˬὰ Κορινθ. Μ᾿ ἔρχιτι ἄτ’χα Βελβ. Καταφύγ. Τοῦ ἦρθι ἄτ’χα (τοῦ ἦρθε τάσις πρὸς λιποθυμίαν) Ζαγορ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/