δαφνοτσίκουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοτσίκουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνοτσίκουδο τό, Μ. Λιουδ., Μαντινάδ., 38, 62, 341.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ τσίκουδο.
Σημασιολογία
Ὁ καρπὸς τῆς δάφνης: ᾎσμ. Τὸ δαφνοτσίκουδό ᾿φαγα, τσῆ δάφνης τὴ ρακή ᾿πιˬα, κιˬ ἀπ᾿ ὅλους τὴν ἀγάπη μου ξεχωριστὴ τὴν εἶχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA