ἄτυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτυχος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.) ἄτυχους Λυκ. (Λιβύσσ) Μακεδ. (Βλάστ.) ἄτ’χους βόρ. ἰδιώμ. Κλητ. ἄτ’χὲ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Σαρανταπ. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀτυχής. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,105 κἑξ. Περὶ τῆς κλητ ἄτ’χέ, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ μενακίνησις τοῦ τόνου κατὰ τὸ καλὲ καὶ τῆς ὁποίας προγενέστερος τύπος ἄτ’χε, ἰδ. ΜΚριαρ. ἐν Ἐπετ. Εταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 10 (1933) 83-94.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων καλὴν τύχην. ἀτυχὴς, δυστυχής, ταλαιπωρος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.): ’Σ ὅλη του τὴ ζωὴ ἦταν ἄτυχος. Ἄτυχος ἄνθρωπος, ὅ,τι κιˬ ἂν κάμῃ προκοπὴ δἑ βλέπει. Ἤμουν ἄτυχος καὶ δὲν ἔζησε ὁ πατέρας μου. Ἄτυχη οἰκογένεια κοιν. Ντό ἄτυχος εἶμαι! Κερασ. || Παροιμ. Ἄτυχος πάει νὰ πνιγῇ, στρεφεύουν τὰ πηγάδιˬα (ὅτι ὁ ἀτυχὴς ἀποτυγχάνει εἰς οἱανδήποτε προσπάθειάν του ἀκόμη καὶ εἰς ἐπιζήμιον) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ 4,241 (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «οὐκ ἐπιστάμην ἄτυχος τὴν συσκευὴν καὶ πρᾶξιν, | τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄμπαχτος, ἀρρίζικος |, βαρε͜ιόμοιρος, ἀντίθ. τυχερός. β) Ἡ κλητ. ἀτ’χὲ ᾿ὡς προσφώνησις ἰσοδύναμος πρὸς τὸ καλέ: Ἀτ᾽χὲ μάννα-πατέρα κττ. Τρίκκ. Ἀτ’χέ, ἄσε με! αὐτόθ. Μίλησες, ἀτ’χε’; Καλάβρυτ. γ) Πτωχός, ἄθλιος, εὐτελής, ταπεινὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.): Ἔνας κουρελιˬασμένος, ἄτυχος, ἀκάθαρτος, ζητε͜ιᾶνος, ἐλεεινὸς Λακων. 2) Ἐπὶ γεγονότος ἢ καταστάσεως, ὁ- μὴ ἔχων εὐτυχὲς ἀποτέλεσμα κοιν. : Ἄτυχος γάμος - λόγος κττ. Ἄτυχη περίστασι-μέρα. Ἄτυχο συναπάντεμα κττ. β) Ὁ μὴ καλοῦ πρόξενος κοιν.: Ἄτυχο σπίτι (τὸ ἔχον κακὸ στοιχε͜ιό). γ) Ὁ μὴ δεξιὸς Πόντ. (Κερασ.): Ἄτυχον ἐριν (ἣ ἀριστερὰ χεὶρ κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καλὸν έριν, τὴν δεξιὰν χεῖρα). 3) Κακός, ἀποκρουστικὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἰν.) Κύπρ. Στερελλ. (Αἷτωλ.) Ἄτ᾽χη μυρουδιˬὰ Ἀδριανούπ. Ἔ, νιˬὰ ἄτ’χη γλυκάδα -ξ’νάδα κττ. Αἰτωλ β) Ἐπικίνδυνος Πόντ. (Κερασ.): Ἄτυχον κακαδίκιν ἐχτύπεσεν ἀτον καὶ ’κ’ ἐξέρω ἂν θ ἐῃ γλύτωμαν (βαρεῖα νόσος τὸν προσέβαλε καὶ δὲν γνωρίζω ἂν θὰ γλυτώσῃ). 4) Πονηρός, πανοῦργος Ἄμοργ. 5) Δύστροπος, δύσκολος Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.): Ἄτυχον παιδίν. Συνών. γρινιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/