ἀτυχόσκυλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτυχόσκυλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀτυχόσκυλλος ὁ, (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1, 160).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτυχος καὶ τοῦ οὐσ. σκύλλος.

Σημασιολογία

Κύων κακός, οὐχὶ γενναῖος, θρασύδειλος: Παροιμ. Μὴ βλέπῃς τὸν ἀτυχόσκυλλο ὅντας κυνηγᾷ, μόν’ ὅντας τὸνε κυνηγούν (ὅτι ὁ θρασύδειλος εἶναι ἀμείλικτος μὲν διώκτης τοῦ ἀσθενεστέρου, ἀνανδρότατος δὲ πρὸ τοῦ ἰσχυροτέρου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/