γυφτοκόνακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοκόνακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοκόνακο τό, ἐνιαχ. γυφτουκόνακου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Δωδών. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Δαύλ. Παρνασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ κονάκι.

Σημασιολογία

Ἡ οἰκία τοῦ γύφτου Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Δαύλ. Παρνασσ.) : ᾌσμ. Κάτου ᾿ς τὰ γυφτουκόνακα, ᾿ς τὰ γύφτ᾿κα τσιατούριˬα ψόφ᾿σι ἕνας γύφταρους κ᾿ ἡ γύφτ᾿σσα τοὺν κλαίει (τσιατούριˬα = σκηναί, τσαντίρια) Παρνασσ. Αὐτοῦ ᾿ς τὴ στάχτ᾿ ποὺ κάθισι ᾿ς τοῦ γυφτουκόνακό σου ἁπλώ᾿ς πέντι δάχτ᾿λα κὶ πιˬά᾿ς δέκα ψεῖρις Ἤπ. β) Ἡ μικρά, στενόχωρος, ἀκατάστατος καὶ ρυπαρὰ οἰκία Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Δωδών. Ἰωάνν κ.ἀ.) : Ἄιντε νὰ συγυρίσουμι λίγου, σπίτ᾿ εἶν᾿ αὐτὸ ἢ γυφτουκόνακου; Ἄκρ. Πῶς κάθουντι κ᾿ ᾿μέσα ᾿ς ἐκεῖνου τοὺ γυφτουκόνακου; αὐτόθ. Ἄι ᾿ς τοὺ γυφτουκόνακου σ᾿! Δωδών. Πβ. γυφτοκάλυβο 2, γυφτόσπιτο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/