γυφτοκόνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοκόνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτοκόνισμα τό, Σκίαθ. κ.ἀ. γυφτουκό᾿σμα Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) γυφτακόνισμα Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Ξεχώρ.) γυφτακό᾿σμα Θεσσ. (Κρυόβρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.)

Σημασιολογία

1) Ἡ ὑπὸ καπνοῦ, κόνεως ἢ ἄλλων αἰτίων ἀμαυρωθεῖσα εἰκὼν ἁγίου Εὔβ. (Ψαχν.) 2) Μεταφ., ὁ περισσότερον τοῦ συνήθους μελαχρινός, ὁ δυσειδῆς Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Ξεχώρ.) Σκίαθ. : Ἀρριβουνιˬάστ᾿κι οὑ Μῆτσους μας μὶ τ᾿ Γαρέφου τ᾿ ᾿τό᾿σσα μας, κεῖν᾿ τοὺ γυφτουκό᾿σμα, τ᾿ γνουρίζεις δά! Ἄκρ. Ἔναι ἕνας ἀσκημομούρης, κατάμαυρος, τέλε͜ια γυφτακόνισμα! Μάν. Συνών. γυφτοκόλης 1, μαυροτσούκαλος. β) Ὁ ἀναιδής ἀδιάντροπος Θεσσ. (Κρυόβρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ.) : Μὶ χάλιψι παρᾶδις τοὺ γυφτακό᾿σμα κὶ τοῦ ἔδουσα Δεσκάτ. Ἄχ, αὐτὸς ἡ Τάσιˬους τὶ γυφτακό᾿σμα εἶνι! Δὲν ἀφί᾿ κἄναν ξένουν, ὅ᾿ τ᾿ς τρουυρίζ᾿ Κρυόβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/