ἀτυχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτυχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀτυχῶ λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀτυχῶ.
Σημασιολογία
Εἶμαι ἀτυχής, δὲν ἔχω καλὴν τύχην, ἀποτυγχάνω: Ἀτύχησε ’ς τὸ γάμο του-’ς τὸ ἐμπόριό του-’ς τοὶς δουλε͜ιές του κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA