δαχτύλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτύλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαχτύλα ἡ, Ἴμβρ. Κύνθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Κίτ. Μάν.) Σύμ. κ.ἀ. δαχτύα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. δάχτυλο.

Σημασιολογία

1) Τὸ μεγαλύτερον τοῦ συνήθους δάκτυλον ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶdα δαχτύλες εἶν᾿ πού τ᾿ς ἔχει καὶ ᾿φτός! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τό ᾿πχιˬασε μὲ τὶ᾿ δαχτύλε᾿ του καὶ τό ᾿σπασε Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἅμα σοῦ φέρῃ καμνιˬὰ μὲ τὶς δαχτύλες του, θὰ σοῦ σηκώσῃ βιζιγάντι (θὰ σοῦ φουσκώσῃ τὴν ἐπιδερμίδα ὡς τὸ βιζικάντι= ἐκδόριον) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔβαλε τσὶ δαχτύλες του τσαὶ μοῦ τὸ λέρωσένε Κύνθ. 2) Μεταφ., ὁ ἅρπαξ, ὁ ἀπατεὼν Σύμ.: Ξέεις καὶ τί δαχτύλα ᾿ναι! (ξέεις= ἠξεύρεις) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαχτύλα καὶ ὡς παρωνύμ. Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/