αὐγιˬάριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγιˬάριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐγιˬάριν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάριν. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 172 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Πᾶν ὅ,τι λευκάζει. Συνών. αὐγό, δι’ ὃ ἰδ. αὐγός. 2)Τὸ εὐχερῶς διὰ τῆς πλύσεως καθαιρόμενον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/