αὐγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐγίζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. αὐγίζω. Ἰδ. Κίνναμ. 205, 19 (ἔκδ. Βόννης) «ἐσθὴς... ἐπυρσοῦτο μὲν ἄνθραξιν, ηὐγίζετο δὲ μαργάροις».

Σημασιολογία

1)Πλύνω, καθαρίζω Πόντ. (Κερασ.) Καὶ ἀμτβ. λευκαίνομαι, καθαίρομαι, στίλβω ἔνθ’ ἀν.: Εὔγισαν τὰ λώματα Τραπ. Χαλδ. Τὸ καμίσι σου ηὔγισε Οἰν. Τὰ λώματα θέλ’νε πολλὰ σαπών’ νὰ αὐγίζ’νε Κοτύωρ || Φρ. Πλυμένος κιˬ αὐγισμένος (καθαρώτατος) Ἀμισ. Συνών. ἀσπρίζω Β2, ἀσπροβολῶ, ἀσπρολογῶ. 2)Ἀπροσ. ἀρχίζει ἡ αὐγή, ὑποφώσκει Πόντ. (Ὄφ. Σινώπ. Τραπ.): Ἀκόμηνο οὐτ’ εὔγισε Ὄφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐγάζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/