δαχτυληθριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυληθριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαχτυληθριˬὰ ἡ, Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) δαχτυληθρὲ Κρήτ. (Μύθρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλήθρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ιˬά.
Σημασιολογία
Ἡ ποσότης ὑγροῦ τῆν ὁποίαν περιέχει μία δαχτυλήθρα ἔνθ᾿ ἀν.: Μιˬὰ δαχτυληθρὲ κρασὶ ἤπιˬα καὶ μ᾿ ἐζάλισε (ἐλαχίστην ποσότητα) Μύρθ. Θαρεῖς; Σὰ μιˬὰ δαχτυληθριˬὰ ρακὴ νὰ πιˬῶ, μὲ ζαλίζει Κίσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA