δαχτυληθρούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυληθρούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαχτυληθρούλα ἡ, Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλήθρα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούλα.

Σημασιολογία

1) Δαχτυληθρίτσα, τὸ ὀπ. βλ. 2) Ἡ ποσότης ὅσην χωρεῖ μία δαχτυλήθρα: Ἔβαλα μνιˬὰ δαχτυληθρούλα σκάγιˬα ὀχτὼ νούμερο. Συνών. δαχτυληθριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/