αὐγίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐγίτσα ἡ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάλγαρ. Μέτρ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) κ.ἀ. ’βγίτσα Καππ. (Φάρασ.) εὐίτσα Καππ. (Σινασσ. Φάρασ.) εὐίτσιˬα Καππ. (Φάρασ.) αὐίτσα Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐγή. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1)Αὐγή, πρωία ἔνθ’ ἀν.: Αὔριο τὴν αὐγίτσα Κεφαλλ. Τὴν αὐγίτσα πῆγε τὸ παιδὶ μὲ τὰ βόδιˬα Κορινθ. || ᾌσμ. Μιˬὰν αὐγίτσα ὄξω βγῆκα, | σὲ στενὸ σοκάκι bῆκα Κρήτ. Καλὴν μέρα σας, καλὴν αὐγίτσα σας, ἦρθε Λάζαρος, ἦρθαν τὰ βάγιˬα Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Συνών. αὐγούλλα. 2)᾿Επιρρηματ., κατὰ τὴν αὐγὴν Ἤπ. Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.) Καππ. (Φάρασ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Γυρίζ’νε τὰ βράδυˬα ’ς τὸ σπίτ’ καὶ τὸ πουρνὸ αὐγίτσα ξαναπαγαίν’νε Μέτρ. Σηκών’μαστε αὐγίτσα καὶ παγαίν’με ’ς τὰ δεμάτιˬα Τσακίλ. Βγήκαμε αὐγίτσα ἀπ’ τὸ σπίτι αὐτόθ. || ᾌσμ. Αὐγίτσ’ αὐγίτσα κίνησα κρυφὰ ἀπ’ τὰ γονικά μου Ἤπ. Αὐγίτσ’ αὐγίτσα σ’κώνουμαι ὁ δόλιˬος ἀπ’ τὸν ὕπνο Καλάβρυτ. Συνών. αὐγὴ 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/