αὐγοσηκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγοσηκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐγοσηκώνω ἀμαρτ. Μέσ. αὐγοσηκώνομαι. Κάρπ. Μύκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγὴ καὶ τοῦ ρ. σηκώνω.

Σημασιολογία

Μέσ. ἀφυπνίζομαι, ἐγείρομαι πολὺ πρωί. Συνών. τῆς μετοχ. αὐγοσηκωμένος τὸ ἐπίθ. αὐγοσήκωτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/