αὐγούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐγούλλα ἡ, κοιν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐγὴ διὰ τῆς καταλ. -ούλλα.
Σημασιολογία
Αὐγή, πρωία: Γλυκοχαράζ’ ἡ αὐγούλλα. Σηκώνομαι-φεύγω τὴν αὐγούλλα κοιν. || Γνωμ. Ἡ--αὐγούλλα θὰ-ν-τὸ δείξῃ | τίνους μάννα θενὰ λείψῃ Πελοπν. (Λογγ.) || ᾌσμ. Κοιμήσου, ἀγάπη μου γλυκε͜ιά, καὶ θά ’ρθῃ ἡ αὐγούλλα νὰ τραγουδήσουν τὰ πουλλιˬὰ καὶ θὰ σοῦ στείλουν γιˬούλιˬα Ἰων. (Σμύρν.) Τάχα καὶ δὲν περπάτηξα τὴ νύχτα μὲ φεγγάρι καὶ τὴν αὐγούλλα μὲ δροσιˬὰ σὰν ἄξιο παλληκάρι; Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)-Ποίημ. Ξανθούλλα κόρη ντροπαλὴ καὶ μικροκαμωμένη εἶν’ ἡ αὐγούλλα ἡ ροδαλὴ ἡ μοσχαναθρεμμένη ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 71. Συνών. αὐγίτσα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA