αὐγουσταγκαλεˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγουσταγκαλεˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐγουσταγκαλεˬάζω ἀμάρτ. ἀουστογκαλεˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. Αὔγουστος καὶ τοῦ ρ. ἀγκαλεˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐναγκαλίζομαι, συνέρχομαι ἐρωτικῶς μετὰ τῆς γυναικὸς τὸν Αὔγουστον μῆνα: Παροιμ. Ἀουστογκάλεˬαζε, μοναχοθέριζε (ὅτι ἡ κατ’ Αὔγουστον συντελουμένη σύλληψις ἐπάγεται τὴν κατὰ τὸ θέρος ἀπασχόλησιν τῆς μητρὸς εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ νεογνοῦ, ἡ ὁποία κατ’ ἀνάγκην ἀφίνει μόνον τὸν σύζυγον εἰς τὸν θερισμόν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA