δαχτυλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαχτυλίδα ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) δαχτουλίδα Καππ. λαχτυλίδα Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Φλογ. κ.ἀ.) λαχτυίδα Καππ. (Φάρασ.) dαχτυλία Καππ. (Ἀξ. Μισθ.) dαχτυλία Καππ. (Ἀραβάν.) dαχτ᾿υλίρα Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλίδι.
Σημασιολογία
1) Δαχτυλίδι 1, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σίλατ. Φάρασ. Φλογ.): Δῶσ᾿ με ἕνα παλιˬὸ λαχτυλίδα Φλογ. || ᾎσμ. Ἐδά ᾿ς τὸ γέρμο χάλασμα κ᾿ ἐδά ᾿ς τὸ dόρτ - ὀρένι ἔπεσεν λαχτυλίδα μου, τὸ πρῶτο μ᾿ ἀρραβῶνα Ἀνακ. Ἀνοίγει κιˬ ἀρραβῶνα του, σταυρὸν καὶ λαχτυλίδα Καππ. 2) Δαχτυλήθρα 1, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Ἀραβάν.) β) Εἶδος δερματίνης δακτυλήθρας χρησιμοποιουμένης ὑπὸ τῶν ραπτῶν Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA