αὐγουστιˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγουστιˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐγουστιˬανὸς ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ. ἀγουστιˬανὸς Κρήτ. Σύμ. Τῆν. ἀουστιˬανὸς Νάξ. (Κορων. Μέλαν.) Σύμ. ἀγουσθιˬανὸς Νάξ. (Κορων.) ἀγουστνὸς Πόντ. (Ὄφ.) ἀγουσιˬανὸς Κρήτ. (Σέλιν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. Αὔγουστος καὶ τῆς καταλ. -ιˬανός.
Σημασιολογία
1)Ἐπὶ καρπῶν καὶ λαχάνων, ὁ κατ’ Αὔγουστον ὡριμάζων ἢ ἀκμάζων ἔνθ’ ἀν.: Ἀγουσιˬανὰ σταφύλιˬα-χορταρικὰ κττ. Σέλιν. Ἀουστιˬανὸ ἀπίδι Μέλαν. Σύμ. Ἀγουστνὸ ἀπίδ’-κοτύμπελο Ὄφ. β)Οὐδ. οὐσ., εἶδος σταφυλῆς ἐρυθρᾶς ὡριμαζούσης κατ’ Αὔγουστον Νάξ. (Κορων. Μέλαν). Πβ. αὐγουστελλίδι. 2)Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ καρπὸς ὡριμάζει κατ’ Αὔγουστον, ἐπὶ δένδρου Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ.: Αὐγουστιˬανὴ ἀπιδεˬὰ Κρήν. 3)Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Αὔγουστον Τῆν.: Ἀγουστιˬανὸ φεγγάρι. 4)Ὁ γεννηθεὶς κατ’ Αὔγουστον Κρήτ. (Σέλιν.) Πβ. αὐγουστιˬάτης, αὐγουστιˬάτικος, αὐγουστινός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA