δαχτυλιδόστομα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλιδόστομα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαχτυλιδόστομα τό, ἀμάρτ. δαχτυλιδόστομο Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δαχτυλίδι καὶ στόμα.
Σημασιολογία
Τὸ στρογγύλον ὡς δακτυλίδιον, τὸ ὡραῖον στόμα: ᾎσμ. Φέρε τ᾿ ἀχείλι σου κοντὰ καὶ γλυκοφίλησέ με κιˬ ἀπ᾿ τὸ δαχτυλιδόστομό σ᾿ δυˬὸ λόγιˬα μίλησέ με.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA