Αὔγουστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Αὔγουστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Αὔγουστος ὁ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Αὔγουστους βόρ. ἰδιώμ. Αὔγοστος Καππ. (Φερτ.) Αὔουστος Ἰων. (Κρήν. Καράμπ. Σμύρν.) Χίος (Ἐλάτ.) Αὔοστος Καππ. (Φερτ.) Ἄγουστος σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ.) Ἄγουστους βόρ. ἰδιωμ. Ἄγουστε Τσακων. Ἄgουστο Καλαβρ. (Μπόβ.) Ἄγοστος Καππ. (Ἀνακ.) Ἄγ’στους Λῆμν. Ἄχ’στους Ἴμβρ. Λέσβ. κ.ἀ. Ἄκ’στος Δαρδαν. (Ὀφρύν.) Ἄκ’στους Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. Σκόπ. κ.ἀ. Ἄουστος Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Ἰων. (Ἐρυθρ. Κάτω Παναγ. Κρήν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ.) Νίσυρ. Πάρ. Ρόδ. Σέριφ. Σύμ. Χίος (Καλαμ.) Ἄουστο Ἀπουλ. Ἄουστους Εὔβ. (Στρόπον. Ἁγία Ἄνν.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Ἄοστος Ἄνδρ. Μεγίστ. Σῦρ. Ἄοστες Σκῦρ. Αὔγαστος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἄγιστρους Λέσβ. Ἄλουστος Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ὄν. Αὔγουστος. Ὁ τύπ. Ἄλουστος ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπίθ. ἄλουστος, διότι κατὰ τὰς δεκαπέντε πρώτας ἡμέρας δὲν λούονται εἰς τὴν θάλασσαν.

Σημασιολογία

1)Ὁ ὄγδοος μὴν τοῦ ἔτους κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἦρθε-μπῆκε-πέρασε ὁ Αὔγουστος κοιν. Ἔμπαν-ἔβγαν Αὐγούστ’ (ἀρχομένου, λήγοντος τοῦ Αὐγούστου) Τραπ. Χαλδ. || Γνωμ. Κάθε πρᾶμα ’ς τὸν καιρό του κιˬ ὁ κολο͜ιὸς τὸν Αὔγουστο (ἕκαστον πρᾶγμα ἐν τῷ ὑπὸ τῆς φύσεως ὡρισμένῳ χρόνῳ λαμβάνει ὑπόστασιν ἢ πρέπει νὰ συντελῆται) κοιν. Κάθε πρᾶμα ’ς τὸν καιρό του καὶ τὸν Αὔγουστο σταφύλι (συνών. τῷ προηγουμένῳ) πολλαχ. Ὁ Αὔγουστος εἶν’ ὁ μῆνας ποῦ τρέφει τοὺς ἕντεκα (διὰ τὴν κατ’ αὐτὸν συγκομιδὴν τῶν καρπῶν) πολλαχ. Ἄγουστε, καλέ μου μῆνα, νά ’σουν δυˬὸ φορὲς τὸ χρόνο! (συνών. τῷ προηγουμένῳ) πολλαχ. Μακάρι σὰν τὸν Ἄουστο νά ’ταν οἱ μῆνες οὕλοι! (θεωρεῖται ὁ κατ’ ἐξοχὴν εὐτυχισμένος μῆνας ἕνεκα τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν) Κάρπ. Τ’ Αὐγούστου καὶ τοῦ Γεναριˬοῦ τὰ δυˬὸ λαμπρὰ φεγγάριˬα (ὅτι κατὰ τοὺς δύο τούτους μῆνας ἡ σελήνη λάμπει ἐξαιρέτως) Λευκ. Γενάρι νύχτα φύλαε, τ’ Αὐγούστου μεσημέρι (ὅτι τότε μάλιστα ἐπηρεάζεταί τις ὑπὸ τῶν ἐξωτικῶν) αὐτόθ. Ἀπὸ Ἄγουστο χειμῶνα | κιˬ ἀπὸ Μάρτι καλοκαίρι (ὅτι τὰ πρῶτα ψύχη ἐμφανίζονται κατ’ Αὔγουστον καὶ οἱ πρῶτοι καύσωνες κατὰ Μάρτιον) πολλαχ. Ἀπὸ Μάρτι καλοκαίρι | κιˬ ἀπὸ Ἄουστο χειμῶνα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κάρυστ. Ὁ Ἄουστος ἐπάτησεν, ἄκρια τοῦ χειμῶνα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Ρόδ. Ἐπάτεσαμ’ ’ς σὸν Αὔγουστον καὶ ’ς σῆ ονί’ τὴν ἄκραν (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Χαλδ. Αὔγουστος ἄβροχος, μοῦστος ἄμετρος Εὔβ. (Χαλκ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τοῦ Αὐγούστου τὸ νερὸ | ἡ σκορδούλλα τῶν ἐλα͜ιῶν (ὅτι αἱ κατ’ Αὔγουστον βροχαὶ εἶναι ἐπιβλαβέσταται εἰς τὴν καρποφορίαν τῶν ἐλαιῶν) Κρήν. Μαιˬοῦ φωτιˬὰ δὲ μ’ ἔκαψε μηδὲ τ’ Ἀγούστου λάβρα (ὅτι οἱ κατ’ Αὔγουστον ἢ κατὰ Μάιον καύσωνες δὲν εἶναι ἰσχυροὶ) Κύθν. Μήε τὸν Ἄουστο κρασᾶς μήε τὸ Μάι σιτηρᾶς (ὅτι κατ’ Αὔγουστον ἐξαντλεῖται ἡ ἐσοδεία τοῦ οἴνου καθὰ κατὰ Μάιον ἡ τοῦ σίτου) Κάρπ. Τ’ Αὐγούστου τὰ βορεˬάσματα τὸ Μάι ἀναθυμοῦνται (ὅτι ἡ εὐκρασία τοῦ Αὐγούστου εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὴν τοῦ Μαΐου) Κρήτ. || ᾎσμ. Ποῦ ’χει κατάρα γονικὴ τὸ Μάι εἶν’ ἀργάτης, τὸν Ἄοστο χοιροβοσκὸς καὶ τὸ Γενάρι ναύτης Ἄνδρ. β)Μετων. πολλὰ κέρδη ὁθενδήποτε προερχόμενα Κεφαλλ.: Ἐφέτος ἔχω Αὔγουστο. Αὐτὸς ἔχει πάντα Αὔγουστο (πάντοτε κερδίζει). 2)Ἡ καιομένη πυρὰ κατὰ τὴν πρώτην Αὐγούστου Καππ. (Φερτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/