αὐθάδεια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐθάδεια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐθάδεια ἡ, λόγ. κοιν. αὐτάδε͜ια Ζάκ. Σάμ. κ.ἀ. αὐτάβε͜ια Κέρκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αὐθάδεια.

Σημασιολογία

1)Προπέτεια, ἀκράτεια γλώσσης: Δείχνω αὐθάδεια. Εἶδες αὐθάδεια ποῦ τὴν ἔχει; Συνών. αὐθαδοσύνη. 2)Ἐπιρρηματ., μὲ θάρος Ζάκ.: ᾎσμ. Ξύπνησε, ἀφέdρα καὶ κυρά, μαννιˬὰ κιˬ ἀναχαρά μου, ποῦ ’γὼ αὐτάδε͜ια ἔρχουμαι ν’ ἀκούσῃς τὴ λαλιˬά μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/