γλυκοπιπιλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπιπιλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπιπιλίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. πιπιλίζω.

Σημασιολογία

Λείχω τι βραδέως καὶ κατὰ τρόπον γλυκύν, ἤτοι προκαλῶν ἀλλὰ καὶ δοκιμάζων αἴσθημα γλυκύτητος, ἡδονὴς: ᾎσμ. Νά ’σουνα μῆλο ’ς τὴ μηλ ˬ ὰ νὰ σ’ ἔκοβγα, μικρή μου, νὰ σὲ γλυκοπιπίλιζα σὲ ὅλη τὴ ζωή μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/