αὐλαγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλαγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλαγὴ ἡ, Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) αὐλαὴ Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. Σουφλ.) αὐλαγιˬὰ Θρᾴκ. αὐλαγοῦ Πόντ. (Κοτύωρ.) Χηλ. αὐλαοῦ Χηλ. αὐλαγᾶς ὁ, Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) αὐλαγιˬᾶς Θεσσ. αὐλαγὸς Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αὐλὴ κατὰ σύμφυρσιν πρὸς τὸ Τουρκ. αğι=φράκτης.

Σημασιολογία

1)Τὸ παρὰ τὴν αὐλὴν κηπάριον ἢ χωράφιον Θρᾴκ. Πόντ. (Κοτύωρ.) β)Αὐλὴ Θρᾴκ. (Αἶν. Σουφλ.): Περνῶ ἀπ’ τ’ν αὐλαὴ Σουφλ. Τοὺ πιˬάσανι τ’ ἄλουγου κὶ τοὺ φέρανι μέσ’ ’ς ν-ν αὐλαὴ Αἶν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 1. 2)Ἀγρός, ἀμπελὼν κττ. περιφραγμένος ἐντὸς τοῦ χωρίου ἢ παρ’ αὐτὸ Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Θεσσ.: Τοὺνι δουσάμαν ἓνα ταγάρ’ χουράφ’ ἀπουκάτου τοὺν αὐλαγᾶ (ἕνα ταγάρ’ χουράφ’=ὡρισμένη ἔκτασις ἀγροῦ) Μακεδ. 3)Ξύλινος φράκτης κήπων, ἀγρῶν κττ. Χηλ.: Αἴνιγμ. Κόκκιν’ αὐλαγοῦ μὲ ἄσπρα περιστέριˬα (τὰ χείλη καὶ οἱ ὀδόντες). 4) Μέρος παρὰ τὴν οἰκίαν ὑπόστεγον χρησιμεῦον ὡς μαγειρεῖον Θρᾴκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θεσσ. (Πήλ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/