δαχτυλοδειχτούμενος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλοδειχτούμενος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαχτυλοδειχτούμενος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Σύμ, κ.ἀ. δάχ᾿λουδειχτούμινους Στερελλ (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἡ μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. δαχτυλοδειχτῶ, ἐπιθετικ. λαμβανομένη.
Σημασιολογία
Ὁ διακρινόμενος μεταξὺ τῶν ἄλλων δι᾿ ὑπέρμετρον ἀρετὴν ἢ κακίαν λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) Σύμ. κ.ἀ. : Ζῇ μέσα ᾿ς τὴν κοινωνία δαχτυλοδειχτούμενος. Ἐξόδεψε πολλὰ γιˬὰ νὰ σπουδάσῃ τὸ γιˬό του, μὰ κιˬ αὐτὸς τὸν ἱκανοποίησε, ἔγινε δαχτυλοδειχτούμενος σύνηθ. Ἄφ᾿σ᾿ τουνι τώρα νἆνι δαχ᾿λουδειχτούμινους (ἐπὶ ὑποστάντος προσβολὴν) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἐγώ ᾿μαι δαχτυλοδειχτούμενη; Σύμ. Κατήντησε σημαδιˬακὴ ᾿ς τὸ χωριˬὸ καὶ δαχτυλοδειχτούμενη Π. Νιρβάν., Θέατρ. 1, 107. Δὲν εἶχε νὰ σκοτιστῇ γιˬὰ προῖκες καὶ γιˬ ἀποκατάσταση, μιˬὰ ποὺ ἤτανε δαχτυλοδειχτούμενα κι ἀπὸ σόι τὰ κορίτσια της Μ. Ἐγκυκλ. || Ποίημ. Τὸ λέειν μου, βελόνιˬασ᾿το, καλὰ νὰ μ᾿ ἀθ-θυμᾶσαι ταὶ δαχτυλοδειχτούμενος, ὅπου τιˬ ἂν πᾶς, ᾿ὲν νἆσαι Δ. Λιπερτ., Τζιυπριώτ. Τραούδ. 3, 124.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA