αὐλακάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλακάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλακάκι τό, σύνηθ. αὐλακά’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλάκι διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸν αὐλάκι: «Τὰ αὐλακάκιˬα τὰ σχηματιζόμενα ἑκατέρωθεν τῆς ρινὸς» ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 28. || Φρ. Καθὼς γιˬόμ’σε τ’ αὐλακάκι μ’ | νὰ γιˬομίσ’ καὶ τ’ ἀμπαράκι μ’ (γεωργὸς ὀργώνων τὴν γῆν ἔσκαψε βαθὺ αὐλάκι καὶ ρίψας ἐντὸς τὴν γυναῖκά του εἶπε τ’ ἀνωτέρω) Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Συνών. *αὐλακόπουλλον, αὐλακούλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA