δαχτυλοδεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλοδεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαχτυλοδεμένος ἐπίθ. Ἄνδρ. δαχτυοδεμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἡ μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. δαχτυλοδένω, ἐπιθετικ. λαμβανομένη.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τὸν δάκτυλον δεδεμένον διὰ πληγὴν ἢ ἄλλην τινὰ αἰτίαν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νὰ κιˬ ἄλλος δαχτυοδεμένος. Δαχτυοδεμένη ᾿σαι καί σύ; 2) Ὁ ἐπισήμως μεμνηστευμένος, ὁ φέρων δακτύλιον ἀρραβῶνα Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA