δαχτυλόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαχτυλόπουλο τό, ἀμάρτ. δαχτυλόπ᾿λο Θρᾴκ. (Γέν. κ.ἀ.) δαχτυλόπον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δάχτυλο.
Σημασιολογία
Τὸ μικρὸν δάκτυλον ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ παιδὶν ἐντῶκεν τὰ δαχτυλόπα ᾿θε κ᾿ ἐπόνεσεν (τὸ παιδὶ ἐκτύπησε τὰ δάκτυλά του κ᾿ ἐπόνεσε) Πόντ. (Τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA